- πανάχραντος
- -η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ πανάχραντος, -ον)1. εντελώς ακηλίδωτος, τελείως αμόλυντος, άσπιλος2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Πανάχραντοςμία από τις συνηθέστερες προσωνυμίες τής Θεοτόκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἄχραντος].
Dictionary of Greek. 2013.